- Ελεατικος
- Ἐλεατικόςὁ Plat. = Ἐλεάτης См. Ελεατης
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ελεατικός — ή, ό (Α ἐλεατικός, ή, ό) νεοελλ. (φιλοσ.) «ελεατική σχολή» φιλοσοφική σχολή που ίδρυσε στην Ελέα ο Ξενοφάνης αρχ. αυτός που κατάγεται από την Ελέα … Dictionary of Greek
ζαμιοργία — ζαμιοργία, ἡ (Α) επιγρ. δημιουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελεατικός τ. για το δημιουργία] … Dictionary of Greek
κοσμολογία — Κλάδος της φιλοσοφίας που εξετάζει γενικά το ον και το σύνολο του σύμπαντος, στην προσπάθεια να εναρμονίσει τις ποικίλες όψεις του που αποτελούν αντικείμενο των επιμέρους επιστημών. Από ιστορική άποψη, οι διάφορες κ. συνδέονται αναπόσπαστα με τη… … Dictionary of Greek